μᾶζα — barley cake fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek
μάζα — μά̱ζᾱ , μᾶζα barley cake fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάζᾳ — μά̱ζᾱͅ , μᾶζα barley cake fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίσιμη μάζα — Όρος της πυρηνικής φυσικής που δηλώνει την ελάχιστη μάζα ενός σχάσιμου υλικού, η οποία είναι απαραίτητη για να πραγματοποιηθεί μια αλυσωτή αντίδραση (ικανή να μας δώσει τη λεγόμενη πρώτη γενεά σωματιδίων). Εκτός από τον όρο κ.μ. χρησιμοποιείται… … Dictionary of Greek
παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… … Dictionary of Greek
μᾶζ' — μᾶζα , μᾶζα barley cake fem nom/voc sg μᾶζαι , μᾶζα barley cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάγμα — Μάζα σε υγρή κατάσταση (τήγμα) που υπάρχει σε ορισμένες βαθιές ζώνες του φλοιού της Γης (μαγματικές φωλιές). Όταν το μ. απομακρυνθεί από αυτές τις μαγματικές εστίες, όπου η θερμοκρασία είναι πολύ υψηλή, υφίσταται βραδεία ψύξη, σε μεγάλο βέβαια… … Dictionary of Greek
αδενοειδείς εκβλαστήσεις — Μάζα λεμφικού ιστού μεταξύ ρινικής κοιλότητας και φάρυγγα. Η οξεία φλεγμονή των α.ε. προκαλεί αδενοειδίτιδα, που χαρακτηρίζεται από πυρετό, δυσκολία αναπνοής από τη μύτη, φλόγωση του μέσου αφτιού και γενική κατάπτωση. Αδενοειδισμός ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
μᾶζαι — μᾶζα barley cake fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)